Γράφει ο Νίκος Μπακούρης
……από κει που μείναμε:
Τον παππού μου τον σιδηροδρομικό, τον προσληφθέντα, ώστε να εγκαταστήσει ως ειδικός την…..τηλεδιοίκηση στον Σιδηροδρόμο: Αθηνών – Πελοποννήσου, σε ό,τι αφορά την ενδυμασία του, δεν τον επηρεάζει η φραγκοφορεσιά. Τις καθημερινές φορά την πουκαμίσσα, έως λίγο κάτω από το γόνατο, πλεχτές κάλτσες με γονατάρρες, γουρουνοτσάρουχα στα πόδια και μαντίλι στο κεφάλι. Τις γιορτές, θρησκευτικές ή εθνικές, την πουκαμίσσα αντικαθιστά η φουστανέλλα, το γιλέκο και στη μέση ζουνάρι.
Ως σιδηροδρομικός υπάλληλος είναι υποχρεωμένος τις ώρες υπηρεσίας στο κεφάλι να φορά πρασινοκαφέ πηλίκιο με το σήμα του οργανισμού. Ο συνδυασμός πουκαμίσσα και καπέλο σιδηροδρομικού δημιουργεί μια κωμική φιγούρα, χιλιοφωτογραφημένη με τη φωτογραφική μηχανή της εποχής, που προκαλεί τα ειρωνικά σχόλια και το γέλωτα των παρισταμένων και διερχομένων. Κάποιοι επιβάτες, κύπτοντας από το ανοικτό παράθυρο του βαγονιού, του απευθύνουν λόγο:
– Ε! Κύριος! Αργούν οι Απόκριες! Ακόμη δεν ήρθαν Χριστούγεννα.
Αρκετός κόσμος αναμένει την άφιξη της αμαξοστοιχίας. Προηγουμένως, από τα ζώα ξεφορτώνονται στο σταθμό τόννοι γεωργικών – κτηνοτροφικών προϊόντων, κάποια συνοδευόμενα από τον έμπορο και κάποια αποστελλόμενα ασυνόδευτα. Περιλαμβάνονται: λάδι, βρώσιμες ελιές, τυριά κάθε είδους, βούτυρο, κρέατα, δέρματα, φρούτα εποχής, μέλι, κάρβουνα…
Πρίν φορτωθούν στη σκευοφόρο της αμαξοστοιχίας, ζυγίζονται στην υπερμεγέθη ζυγαριά του σταθμού. Καυγάς τρικούβερτος ξεσπά μεταξύ υπαλλήλου και πελάτου σχετικά με το πληρωτέο ποσό. Κάποια στιγμή ‘’τα βρίσκουνε,’’ σίγουρα, και ‘’λαδώθηκε’’ (λάδωμα, ταρίφα, φακελλάκι, δωροδοκία, μπαξίσι; λέξεις-έννοιες άγνωστες στο Ελληνικό λεξιλόγιο και την καθημερινότητα) ο υπάλληλος, και πληρώνονται τα ανάλογα κόμιστρα.
Τελικά, η αμαξοστοιχία φθάνει στο Σταθμό. Κάποιοι επιβιβάζονται – αποβιβάζονται. Οι αγωγιάτες με τα ζώα τους παραλαμβάνουν ταξιδιώτες, εμπορεύματα για το μπακάλικο του χωριού ή και την οικοσκευή του επανακάμψαντος στην πατρώα γη για χρόνια μετανάστου.
΄Ενας απ΄ αυτούς είναι και ο Βασίλης ο Μπ…., τακτικός αγωγιάτης του συγχωριανού μας καταστηματάρχη. Γνωρίζει πως σήμερα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός με τα προς μεταφορά είδη ‘’μπελαλίδικα πράματα,’’ αφού, μεταξύ των άλλων, η επιγραφή στο χαρτόκουτο: << Προσοχή – Εύθραυστον>>, και η εξωτερική ζωγραφιά, παραπέμπουν σε λαμπόγυαλα διαφόρων μεγεθών, για τις λάμπες πετρελαίου των χωριατόσπιτων.
Τον τελευταίο καιρό διένεξη έχει ξεσπάσει μεταξύ του αγωγιάτη και του μπακάλη. Ο αγωγιάτης, συνεχώς, παραπονείται πως, ενώ τα πάντα έχουν ακριβύνει, η αμοιβή του για το αγώγι παραμένει η ίδια. Ο καταστηματάρχης, με τη σειρά του, αντιλέγει φοβερίζοντάς τον πως αν δεν μένει ικανοποιημένος να σταματήσει τις μεταφορές και πως θα κοιτάξει να ΄βρει άλλον αγωγιατη.
Σήμερα, ο Βασίλης είναι αποφασισμένος να πάρει μόνος του, εν αγνοία του μπακάλη, αυτό το κάτι παραπάνω, που νομίζει πως του ανήκει. Στο ‘’πλευρό’’ του μουλαρίσιου σαμαριού είναι φορτωμένη σακκούλα – λινάτσα [διανύουμε την προ πλαστικού περίοδο της ανθρωπότητας] με ψιλή κρυσταλλική ζάχαρη. Είναι ο τελευταίος που αναχωρεί από το Σταθμό. Κάτι έχει στο μυαλό του. ΄Ολοι οι συγχωριανοί έχουν αναχωρήσει πριν απ΄ αυτόν.
Μόνος και με το φορτωμένο ζώο του φθάνει στα Μαγουλέικα. Από το σημείο αυτό του μουλαρόδρομου της εποχής έχει οπτική επαφή σε απόσταση 200 – 300 μέτρων, περίπου, εμπρός του και άλλο τόσο πίσω του. Βέβαιος πως υπάρχει απόλυτη ερημιά, με χειρουργική ακρίβεια μετατοπίζει κάποια χιλιοστά, δίχως να τις κόψει, τις ίνες στην ύφανση της λινάτσας με τη ζάχαρη, εισάγει στην οπή κομμάτι από στεγνή καλαμιά βρώμης και ζάχαρη ρέει από το σακκί στον υποδοχέα, στη χαρτουσακκούλα του αγωγιατη. Αφαιρεί τόση ποσότητα, όση, κατά τη γνώμη του, δεν κινεί υποψίες στον μπακάλη για λαθροχειρία. Τέλος, αφαιρεί την καλαμιά, διορθώνει την πειραγμένη ύφανση και συνεχίζει το δρόμο του.
Στην άκρη της αποβάθρας περιμένει υπομονετικά, σιωπηλά ο θείος μου ο Δήμος. Με την άφιξη της αμαξοστοιχίας, πότε με το δεξί χέρι, πότε με το αριστερό ή το όλο σώμα πραγματοποιεί κάποιες παράξενες κινήσεις: ξύνει το κεφάλι του, πιάνει το αυτί του, για κάποια δευτερόλεπτα στέκεται στο ένα πόδι..
Φαίνεται αρκετά ανήσυχος και με τη ματιά του ερευνά την πολυκοσμία του σταθμού για οτιδήποτε το ύποπτο. Γνωρίζει κάλλιστα πως η εδώ αποστολή του εμπίπτει στις διατάξεις του Γ΄ ψηφίσματος του 1946, με τίμημα στρατοδικείο και εκτελεστικό απόσπασμα. Είναι ο σύνδεσμος των οργανώσεων του Επαναστατικού Στρατού στην Αθήνα και άλλες μεγάλες πόλεις, με το Συγκρότημα, το Αντάρτικο του Πάρνωνα. Παραλαμβάνει τον αφικόμενο στο σταθμό μέλλοντα αγωνιστή του Επαναστατικού Στρατού, που δεν γνωρίζει την περιοχή, και τον προωθεί στο βουνό.
Οι παραπάνω παράξενες κινήσεις φέρνουν αποτέλεσμα. Πραγματοποείται η γνωριμία του άρτι αφιχθέντος αγωνιστού και του αναμένοντος συνδέσμου. Δεν είναι όμως αρκετό. Και οι δύο χρειάζονται περισσότερες αποδείξεις. Στη στιγμή, ο θείος μου βγάζει από την τσέπη του και συνωμοτικά επιδεικνύει το μισό από ακανόνιστα κομμένο κατοχικό χαρτονόμισμα, το και έχει προμηθευτεί από τον υπεύθυνο της οργάνωσης του χωριού. Ο άλλος παρουσιάζει το άλλο μισό, οπότε εκλείπει κάθε αμφιβολία και επέρχεται η τέλεια – επιδιωκόμενη αναγνώριση.
Με κάθε δυνατή προφύλαξη διανύεται η 5/ωρη διαδρομή από τον Σταθμό έως τον Πάρνωνα. Η ύπαιθρος σφίζει από ζωή και πάμπολλοι είναι οι αντιπαθούντες τον Επαναστατικό Στρατό. Επίσημα φέρουν όπλο και είναι ενταγμένοι στις παρακρατικές οργανώσεις.
Κατά τη διαδρομή πραγματοποιείται στάση στο Καλογερέικο σπίτι, το…..δικό μας σπίτι. Ο μέλλων αγωνιστής θα διημερεύσει στον αχυρώνα του σπιτιού, μακρυά από αδιάκριτα μάτια, και με τον ερχομό της νύχτα με οδηγό το σύνδεσμο θα κατευθυνθεί νοτιοδυτικά προς το Συγκρότημα του Πάρνωνα.
Χειμώνας – ΄Ανοιξη του 1949. Το Αντάρτικο καταρρέει. Σύμφωνα με τις διατάξεις του προμνημονευθέντος Γ΄ ψηφίσματος του 1946: η Εθνοτοπική Αρκαδίας στην Αθήνα, ‘’η ψαρέψασσα’’ τον αγωνιστή, ο σύνδεσμος στο Σιδηροδρομικό Σταθμό, η Καλογερέικη οικογένεια και ο σύνδεσμος – οδηγός έως τον Πάρνωνα ‘’έχουνε βαλμένα το κεφάλι τους στο ντορβά’’. Είναι ευχής έργο [ ο θάνατός σου η ζωή μου] ο αγωνιστής να μην επιζήσει των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του Στρατού ή, εάν και συλληφθεί αιχμάλωτος, ‘’να μη σπάσει’’ στην ανάκριση – βασανιστήρια και ‘’τα ξεράσει’’ όλα, τα αφορώντα τη διαδρομή του από Αθήνα έως Πάρνωνα.
Αρκετοί Στολοφουντωμιώτες αναμένουν στο σταθμό. Φορώντας ‘’τα καλά του’’, φρεσκοπλυμένος και ξυρισμένος, στηριζόμενος στο ραβδί του, φθάνει και ο Ανδριανός ο Βέργος. Καλημερίζεται με τους αναμένοντας συγγενείς, φίλους, γνωστούς του. Στη σύντομη συνομιλία τους ανακοινώνει πως ο προορισμός του είναι η Τρίπολη, καλεσμένος των Δικαστικών αρχών για ανακριτική διαδικασία.
Προσπερνά το σιδηροδρομικό σταθμό και κατευθύνεται βορειοδυτικά. ΄Ολοι αντιλαμβάνονται πως είναι αποφασισμένος πεζοπορώντας να διανύσει την απόσταση Χάνι – Τρίπολη. Για το Σοφιανό το Γερούλη είναι ακραία περίπτωση, κάτι το αδιανόητο, αντί του ταξίδιού με το τραίνο να επιλλέγει την πεζοπορία. Οπότε, μεγαλόφωνα τον καλεί: -΄Ε, Αντριανέ!
Με τα πόδια θα πάς στην Τρίπολη; Γιατί δεν παίρνεις το τρένο που θα πάς και γληγορότερα και ξεκούραστα;
– Θα το ΄παιρνα ρε παιδί μου, αλλά σκιάζουμε μη ξετροχιάσει!
– Αντριανέ, μη βάζεις κακό με το νού σου! Το τρένο δε ξετροχιάζει! – Ρε, καλός ο λόγος σου. Δε ξετροχιάζει. Αλλ΄ άμα ξετροχιάσει;
Ο Ανδριανός, τώρα, σε μέση ηλικία και άνω, συνηθίζει την παραπάνω διαδρομή, αλλά και αυτή οιουδήποτε ταξιδίου του να την διανύει ‘’ποδαράτα’’ και μάλιστα στο μεγαλύτερο μέρος ξυπόλυτος, με τα τσαρούχια του κάτω από τη μασχάλη, ώστε περιορίζεται η φθορά τους.
Του συμβαίνει, του Ανδριανού, πριν κάποιες 10/ετίες. Είναι τσιοπανάκος, σε ηλικία, κάπου, μεταξύ δεκαπέντε και δεκαεφτά ετών. Στην πορεία του για Τρίπολη διέρχεται από κάποιο από τα καμποχώρια. Στην άκρη του χωριού είναι και το παπαδόσπιτο. Την ώρα αυτή ο Ιερέας βρίσκεται στον προαύλιο χώρο και ασχολείται με κάποια από τις 100/δες δουλειές ενός σπιτιού αγροτών – κτηνοτρόφων. Ο τσιοπανάκος μας, σεβόμενος και το Ιερατικό σχήμα, καλημερίζει τον Ιερέα και πλησιάζοντας ασπάζεται τη δεξιά του. Ο Ιερέας, ‘’έχοντας όρεξη για κουβέντα’’,’’ αρχίζει την ανάκριση’’: <<Από πού είσαι;>>, <<τίνος είσαι;>>, <<πού πηγαίνεις;>>, καθώς, και, -Δε μου λές; Τι δουλειά κάνεις; -Παππούλη, γίδια φυλάω. Είμαι τσιοπάνης.-Ο Θεός σε έστειλε! Έψαχνα για έναν τσιοπάνη σαν και σένα, να τον ρωτήσω κάτι. -Παππούλη, ρώτα με, και αν ξέρω θα σου απαντήσω.-Οταν είναι ανακατωμένα πρόβατα και γίδια στο γιδόστρατο, ποια πάνε μπροστά; -Παππούλη, πάνε τα γίδια. -Λες τα γίδια…; Έλα κλάσε μου τ΄ αρχ…..
…..κατευθύνουν: <<πρως τω καλάθυ τις νικοκιράς>>, <<πρως τω κωφύνυ…>>
….στο επόμενο, αν θέλει ο Θεός, και…οι άνθρωποι.
Νίκος Μπακούρης