Ὅταν πενθοῦμε
Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 8 Ὀκτωβρίου 2017, Γ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ζ΄ 11-16)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
«Μὴ κλαῖε»
Καθὼς ὁ Κύριος μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές Του καὶ πλῆθος κόσμου πλησίαζε στὴν πόλη τῆς Ναΐν, συνάντησε μιὰ νεκρικὴ πομπή. Δὲν ἦταν μιὰ συνηθισμένη κηδεία· ὁ νεκρὸς ἦταν νεαρός, καὶ μάλιστα τὸ μονάκριβο παιδὶ μιᾶς χήρας. Ἡ πονεμένη μάνα ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητη· οἱ συγχωριανοί της συγκλονισμένοι τῆς συμπαρίσταντο σιωπηλοί. Ὁ Κύριος ἔνιωσε βαθιὰ συμπάθεια γιὰ τὴν πονεμένη μητέρα· τὴν πλησίασε καὶ τῆς εἶπε: «Μὴ κλαῖε». Μὴν κλαῖς. Ταυτόχρονα ἄγγιξε τὸ φέρετρο καὶ ἡ θλιβερὴ πομπὴ σταμάτησε. Μ᾿ ἕναν Του λόγο: «νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι», ἀνέστησε τὸ ἀγόρι καὶ τὸ παρέδωσε στὴν ἔκπληκτη καὶ παρηγορημένη μητέρα του…
«Μὴ κλαῖε». Τί σήμαινε ὅμως ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Κυρίου γιὰ τὴ χήρα τῆς Ναῒν καὶ πῶς ἀφορᾶ στὸν καθένα μας; Αὐτὸ θὰ δοῦμε πολὺ σύντομα σήμερα.
.
1. Λόγος συμπάθειας ἀλλὰ καὶ ἐξουσιαστικὸς
«Μὴν κλαῖς». Ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ αὐτὸ τὸν λόγο σὲ μιὰ χήρα ποὺ μόλις ἔχασε τὸ μόνο στήριγμα τῆς ζωῆς της, τὸ μονάκριβο παιδί της; Τί νόημα θὰ εἶχε νὰ τὸν πεῖ; Τέτοιος λόγος δὲν θὰ παρηγοροῦσε τὴν πενθοῦσα, ἀλλὰ θὰ τὴν πλήγωνε ἀκόμη περισσότερο, θὰ βάρυνε τὸ πένθος της, διότι ἔδειχνε ὅτι αὐτὸς ποὺ τὸν λέει δὲν καταλάβαινε τὸν πόνο της. Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ παρηγορήσει κανεὶς μὲ λόγια κάποιον πολὺ πονεμένο, ὅταν δὲν ἔχει ζήσει τὸν πόνο του.
Στὸ στόμα ὅμως τοῦ Κυρίου ἡ προτροπὴ «Μὴν κλαῖς» δὲν ἦταν ἄκριτος λόγος, ἀλλὰ εἶχε νόημα. Ἦταν λόγος ποὺ φανέρωνε τὴ συμπάθεια τοῦ Κυρίου – τὸ δηλώνει σαφῶς τὸ ἱερὸ κείμενο – καὶ συγχρόνως τὴν ἐξουσία Του ἐπάνω στὸ θάνατο – ἐφόσον συνδέεται μὲ τὸ θαῦμα ποὺ ἀμέσως ἐπακολούθησε. Ἦταν λόγος καὶ ἀνθρώπινης συμπάθειας ἀλλὰ καὶ θεϊκῆς ἐξουσίας.
«Μὴν κλαῖς· σταμάτα νὰ κλαῖς· διότι τώρα εἶμαι Ἐγὼ ἐδῶ, ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ ἐξουσιαστὴς τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Μὴν κλαῖς. Γιατὶ δὲν μένω ἀδιάφορος στὸ μεγάλο σου πόνο, στὰ θερμά σου δάκρυα. Θέλω νὰ τὰ στεγνώσω καὶ μπορῶ νὰ τὰ στεγνώσω. Μὴν κλαῖς, διότι τώρα θὰ ἀναστήσω τὸ παιδί σου».
«Μὴν κλαῖς»: λόγος ἐξουσιαστικός, ποὺ μποροῦσε νὰ τὸν πεῖ σ᾿ ἕναν τόσο πονεμένο ἄνθρωπο μόνο ὁ παντοδύναμος Θεός, Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει καὶ νιώθει τὴ δοκιμασία μας καὶ ἦλθε νὰ συντρίψει τὸν θάνατο.
.
2. Πένθος μὲ ἐλπίδα
Ὁ Κύριος ἀπευθύνει τὸ «Μὴ κλαῖε» καὶ στὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς, στὸν πιστὸ τῆς κάθε ἐποχῆς ποὺ πενθεῖ τοὺς προσφιλεῖς νεκρούς του. Βέβαια ἀπευθύνει αὐτὸ τὸν λόγο μὲ ἄλλη σημασία ἀπὸ ὅ,τι στὴ χήρα. Διότι ὁ Κύριος δὲν πρόκειται νὰ ἀναστήσει τοὺς νεκρούς μας, ὥστε νὰ συνεχίσουν αὐτὴ τὴ ζωὴ τῆς φθορᾶς καὶ νὰ ξαναπεθάνουν· ἀλλὰ μᾶς βεβαιώνει ὅτι θὰ τοὺς ἀναστήσει κατὰ τὴ Δευτέρα Του Παρουσία χαρίζοντάς τους ἄφθαρτο σῶμα, ὥστε νὰ ζήσουν πλέον αἰωνίως στὴ Βασιλεία Του.
Μᾶς ἀπευθύνει τὸ «Μὴν κλαῖς» μὲ τὴν ἔννοια ὄχι νὰ μὴν πενθοῦμε, ἀλλὰ νὰ μὴν πενθοῦμε ὑπερβολικά, νὰ μὴ λυπούμαστε «καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (βλ. Α´ Θεσ. δ´ 13). Διότι ἐμεῖς ἔχουμε ἐλπίδα. Μᾶς τὴν ἔδωσε Ἐκεῖνος, ὁ Ἀρχηγὸς τῆς πίστεώς μας, μὲ τὴν Ἀνάστασή Του.
Νίκησε τὸν θάνατο, ἐκμηδένισε τὴ δύναμη τοῦ Ἅδη· καὶ τώρα ζεῖ στοὺς οὐρανούς, παρακολουθεῖ μὲ πολλὴ συμπάθεια τὸν ἀγώνα καὶ τὶς θλίψεις μας καὶ μᾶς δίνει τὴ Χάρι Του νὰ τὶς ὑπομένουμε. Ἀγαπᾶ τὸν κάθε ἄνθρωπο, καὶ τὸν ἐκδημήσαντα οἰκεῖο μας, μὲ τέλεια ἀγάπη. Ἡ πίστη μας σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀγάπη μᾶς δίνει τὴ ζωντανὴ πληροφορία ὅτι ὁ ἄνθρωπός μας δὲν χάθηκε στὸν Ἅδη, οὔτε τὸν ἀποχωρισθήκαμε γιὰ πάντα. Ἀλλὰ τὸν πιστὸ ἄνθρωπο τὸν κάλεσε ὁ Θεὸς τὴν πιὸ κατάλληλη στιγμὴ καὶ τὸν ἀνέπαυσε κοντά Του. Σύντομα θὰ τὸν συναντήσουμε στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου ὁ Κύριος θὰ ἐξαλείψει κάθε δάκρυ, καὶ δὲν θὰ ὑπάρχει πλέον ἐκεῖ ὁ θάνατος· οὔτε πένθος, οὔτε κραυγὴ σπαρακτική, οὔτε πόνος (βλ. Ἀποκ. κα´ [21] 4), ἀλλὰ ἀτελεύτητη ζωὴ ἀπέραντης μακαριότητος.
***
Σήμερα στὴν ἔξοδο τῆς Ναΐν, μιᾶς μικρῆς πόλεως τῆς Γαλιλαίας, ἔσπευσε ὁ Κύριος νὰ συναντήσει τὸν ἄνθρωπο τὸν συντετριμμένο ἀπὸ τὴν πιὸ σκληρὴ δοκιμασία: τὸν θάνατο. Ἔσπευσε νὰ τὸν συναντήσει γιὰ νὰ τοῦ πεῖ: «Μὴν κλαῖς». Διότι νά, ἦλθα· ἦλθα νὰ στεγνώσω τὰ δάκρυά σου, νὰ σταματήσω τὴν τραγικὴ μονόδρομη πορεία σου πρὸς τὸν Ἅδη καὶ νὰ σοῦ ἀνοίξω ὁλόφωτο δρόμο ζωῆς πρὸς τὸν οὐρανό. «Μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ». Μόνο δῶσε μου τὴν καρδιά σου, γίνε δικός μου, καὶ θὰ σοῦ χαρίσω ζωὴ καὶ πλήρωμα ζωῆς στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες…
Δοξασμένο νὰ εἶναι τὸ ὄνομά Του!
Τιμὴ καὶ εὐθύνη
Τιμὴ καὶ εὐθύνη
Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 1 Ὀκτωβρίου 2017, Κυρ. ιζ΄ ἐπιστολῶν (Β΄ Κορ. ς΄ 16-ζ΄ 1)
Αδελφοί, ὑμεῖς ἐστε ναὸς Θεοῦ ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός. διὸ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ.
.
1. Προσοχὴ στὴν ἐκκοσμίκευση
Στὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθύνεται στοὺς Κορινθίους καὶ τοὺς ἐφιστᾶ τὴν προσοχὴ στὶς σχέσεις τους μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες, γιὰ νὰ μὴν ἐπηρεαστοῦν ἀρνητικὰ ἀπὸ τὴ συχνὴ ἐπικοινωνία μαζί τους. Γι̕ αὐτὸ τοὺς θυμίζει τὸν λόγο τῆς Γραφῆς: «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε»· βγεῖτε καὶ φύγετε μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους καὶ ξεχωριστεῖτε ἀπ’ αὐτούς, λέει ὁ Κύριος, καὶ μὴν ἀγγίζετε τίποτε ἀκάθαρτο. Τὴν παραγγελία τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου δὲν πρέπει νὰ τὴν ἐκλάβουμε τοπικὰ ἀλλὰ τροπικά. Ὁ Κύριος, ὅταν προσευχήθηκε στὸν οὐράνιο Πατέρα Του γιὰ τοὺς μαθητές Του, δὲν ζήτησε νὰ τοὺς βγάλει ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ τοὺς διαφυλάξει ἀνεπηρέαστους ἀπὸ τὸ κακό. Εἶπε: «οὐκ ἐρωτῶ ἵνα ἄρῃς αὐτοὺς ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλ̕ ἵνα τηρήσῃς αὐτοὺς ἐκ τοῦ πονηροῦ» (Ἰω. ιζ΄ [17] 15). Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ζητᾶ νὰ φύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ διαχωρίσουμε τὴ στάση μας ἀπ’ αὐτὸν καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε, ὥστε μὲ τὴ βοήθεια τῆς θείας Χάριτος νὰ μένουμε ἀνεπηρέαστοι ἀπὸ τὸ κοσμικὸ πνεῦμα.
Πράγματι, ὑπάρχει μεγάλος κίνδυνος νὰ συνάπτουμε σχέσεις oἰκειότητος καὶ στενὸ σύνδεσμο μὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν φόβο Θεοῦ. Οἱ πονηροὶ ἄνθρωποι πιὸ εὔκολα μποροῦν νὰ παρασύρουν τοὺς ἀγαθοὺς παρὰ οἱ ἀγαθοὶ νὰ ἐπιδράσουν στοὺς διεφθαρμένους ἀνθρώπους. Ἡ μόλυνση εὔκολα μεταδίδεται, ὄχι ὅμως καὶ ἡ ὑγεία.
Βέβαια, αὐτὸ δὲν ἀπαγορεύει ἐντελῶς τὴ συναναστροφὴ μὲ τέτοιους ἀνθρώπους, ὅταν αὐτὸ ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὶς συνθῆκες τῆς καθημερινῆς ζωῆς καὶ ἐργασίας μας. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ προσέξουμε εἶναι νὰ μὴν ἔχουμε στενὲς σχέσεις μὲ τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας.
.
2. Ἡ ὕψιστη τιμὴ
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς καλεῖ νὰ διακόψουμε κάθε σχέση μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου, μᾶς ἀποκαλύπτει στὴ συνέχεια τὸ ἄνοιγμα ἑνὸς δρόμου πρὸς μία ἀσύγκριτα ἀνώτερη σχέση καὶ κοινωνία. Τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό: Βγεῖτε ἔξω, παραγγέλλει ὁ Θεός, ἀπὸ τὸν διεφθαρμένο κόσμο, «κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ»· καὶ τότε ἐγὼ θὰ σᾶς δεχθῶ μὲ πατρικὴ στοργή. Καὶ θὰ γίνω Πατέρας σας, κι ἐσεῖς θὰ εἶστε γιοί μου καὶ θυγατέρες μου, λέει ὁ Κύριος, ὁ Παντοκράτωρ.
Μάλιστα στὸ ἴδιο ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἀναφέρεται καὶ ἄλλη ἀσύλληπτη συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος λέει γιὰ τοὺς πιστοὺς δούλους Του: «ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός»· θὰ κατοικήσω μέσα τους καὶ θὰ περπατήσω ἀνάμεσά τους, καὶ θὰ εἶμαι Θεὸς δικός τους κι αὐτοὶ θὰ εἶναι λαός μου.
Τί μεγάλη τιμή! Ὁ Θεὸς ὀνομάζει τὸν ἑαυτὸ Του Πατέρα μας καὶ μᾶς ἀναγνωρίζει ὡς υἱοὺς καὶ θυγατέρες Του! Ἔρχεται νὰ κατοικήσει μέσα μας καὶ μετατρέπει τὴν καρδιά μας σὲ δικό Του ναὸ καὶ κατοικητήριο! Ὅταν ὁ πανάγαθος Θεὸς μᾶς προσφέρει τέτοια δόξα καὶ εὐτυχία, δὲν εἶναι ἀχαριστία νὰ προτιμοῦμε τὸν βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς διαφθορᾶς, ὅπου μας τραβάει ὁ κόσμος;
.
3. Ἡ ἀνάλογη εὐθύνη
Ἡ ὕψιστη τιμὴ τὴν ὁποία μᾶς προσφέρει ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ συνεπάγεται καὶ τὴν ἀνάλογη εὐθύνη. Τὸ λέει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος:
«Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ»· ἀφοῦ λοιπὸν ἔχουμε λάβει τόσο μεγάλες ὑποσχέσεις, ἀγαπητοί, ἂς καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ καθετὶ ποὺ μολύνει τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα μας, κι ἂς τελειοποιούμαστε στὴν ἁγιοσύνη μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ.
Κάθαρση καὶ ἁγιασμός. Αὐτὸ εἶναι τὸ χρέος καὶ ἡ εὐθύνη μας. Νὰ ἀγωνιζόμαστε γιὰ νὰ διατηροῦμε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καθαρὴ τὴν καρδιά μας ἀπὸ τὰ σαρκικὰ πάθη ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄλλα – πιὸ δυσδιάκριτα ἀλλὰ ἐξίσου φοβερὰ πάθη – ὅπως ἡ φιλαυτία καὶ ὁ ἐγωισμός, ἡ μνησικακία καὶ ἡ ζήλεια καὶ ὅ,τι ἄλλο μολύνει τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο. Παράλληλα, νὰ καλλιεργοῦμε τὶς ἅγιες ἀρετὲς τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἀγάπη, τὴν πραότητα καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη, καὶ νὰ αὐξάνουμε τὸν σύνδεσμό μας μαζί Του, διότι μόνο Αὐτός, ποὺ εἶναι ὁ μόνος καὶ ἀπολύτως Ἅγιος, μπορεῖ νὰ μᾶς μεταδώσει χάρη καὶ ἁγιασμὸ καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ δρόμο τῆς τελειότητας.
πηγή: ο Σωτήρ